Dictionary of Greek. 2013.
επιγλυκαίνω — ἐπιγλυκαίνω (Α) 1. κάνω κάτι γλυκύτερο 2. είμαι υπόγλυκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γλυκαίνω ή < επίγλυκυς] … Dictionary of Greek